ευαρέστηση — η (Α εὐαρέστησις) [ευαρεστώ] 1. το να είναι κάποιος ευάρεστος, ευχάριστος σε κάποιον («πρὸς τὴν κοινὴν εὐαρέστησιν», Διον. Αλ.) 2. το να είναι κάποιος ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος, η ευαρέσκεια, η ικανοποίηση, το καλοκάρδισμα αρχ. 1. εύνοια… … Dictionary of Greek
ευαρέστημα — εὐαρέστημα, τὸ (Α) [ευαρεστώ] η ευαρέστηση, η ατομική προτίμηση … Dictionary of Greek
ευαρεστήριος — εὐαρεστήριος, ον (Α) [ευάρεστος] 1. εξευμενιστικός, εξιλαστήριος 2. φρ. «εὐαρεστήριοι θυσίαι» οι θυσίες που τελούνται προς ευαρέστηση τού θεού (Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
ευαρεστία — εὐαρεστία, ἡ (Α) [ευάρεστος] 1. η ευαρέστηση 2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα … Dictionary of Greek