εὐαρεστήσῃ

εὐαρεστήσῃ
εὐαρεστήσηι , εὐαρέστησις
being well pleased
fem dat sg (epic)
εὐαρεστέω
to be well pleasing
aor subj mid 2nd sg
εὐαρεστέω
to be well pleasing
aor subj act 3rd sg
εὐαρεστέω
to be well pleasing
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευαρέστηση — η (Α εὐαρέστησις) [ευαρεστώ] 1. το να είναι κάποιος ευάρεστος, ευχάριστος σε κάποιον («πρὸς τὴν κοινὴν εὐαρέστησιν», Διον. Αλ.) 2. το να είναι κάποιος ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος, η ευαρέσκεια, η ικανοποίηση, το καλοκάρδισμα αρχ. 1. εύνοια… …   Dictionary of Greek

  • ευαρέστημα — εὐαρέστημα, τὸ (Α) [ευαρεστώ] η ευαρέστηση, η ατομική προτίμηση …   Dictionary of Greek

  • ευαρεστήριος — εὐαρεστήριος, ον (Α) [ευάρεστος] 1. εξευμενιστικός, εξιλαστήριος 2. φρ. «εὐαρεστήριοι θυσίαι» οι θυσίες που τελούνται προς ευαρέστηση τού θεού (Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • ευαρεστία — εὐαρεστία, ἡ (Α) [ευάρεστος] 1. η ευαρέστηση 2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”